Ora che annovero
parenti e amici
fra i defunti,
il mio gatto
non fa altro che raschiare la terra.
Ora che ogni fiore
si dischiude nel lutto,
e i miei vasi da fiori portano
il nome
di coloro che sono morti,
il mio gatto
gironzolando da uno all’altro,
con le zampe anteriori
scava, con quelle posteriori scalcia,
mi ha riempito il balcone di terra,
di piccole ossa e di teschi,
prove d’amore di uomini
che lui non ha amato
poiché non li ha mai conosciuti,
ma oggi ha faticato
e ha portato fra i
denti, dalla veranda
e ha deposto
ai piedi della mia scrivania
Thanàssis – domani, chissà
chi altri riesumerà.
«Jorge», 2008 Τώρα που απέκτησα
συγγενείς και φίλους
ανάμεσα στους νεκρούς,
ο γάτος μου
όλο και σκαλίζει το χώμα.
Τώρα που κάθε λουλούδι
ανθίζει μέσα στο πένθος,
κι οι γλάστρες μου φέρουν
το όνομα
εκείνων που έχουν πεθάνει,
ο γάτος μου
τριγυρνώντας από τη μια στην άλλη,
με τα μπροστινά πόδια του
σκάβει, με τα πίσω κλωτσάει,
γέμισε χώμα την ταράτσα μου,
κοκαλάκια και νεκροκεφαλές,
πειστήρια αγάπης ανθρώπων
που εκείνος δεν αγάπησε
επειδή δεν τους γνώρισε,
αλλά σήμερα μπήκε στον κόπο
και κουβάλησε ανάμεσα
στα δόντια του, απ’ τη βεράντα
και τον απέθεσε μπροστά
στα πόδια του γραφείου μου
τον Θανάση-αύριο ποιος ξέρει
ποιόν θα ξεθάψει.
«Χόρχε», 2008